Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

  

 

Τι όμορφες εκείνες οι Κυριακές

και οι γιορτές

μεγάλες και άσπρες πάντα

και ακριβές

 

μεγάλες και λευκές

 

ακόμα λίγη απ’τη γεύση τους μένει

ακόμα

δεν ξεθώριασε τίποτε

ακόμα 

δεν έδυσε ο σάρκινος ήλιος

 

τα βήματα

ακούγονται

στο διάδρομο τις νύχτες

στη σκάλα

στο κατώφλι

ακούγονται…

 

ακόμα

δεν συρρικνώθηκε ο εαυτός μου τόσο

που να μην σε περιέχει…



Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025


Το Άδειο


Θυμάμαι λοιπόν εκείνη τη μέρα
που έφυγες

δεν θα υποκύψω στον ελεεινό πειρασμό
να την αποκαλέσω αποφράδα
όπως βραβεύει κάποιος μεγαλαυχώντας
σαν επηρμένος αθλοθέτης
τον έσχατο με το αριστείο του πρώτου

το βήμα σου που άνοιξες
για να μπεις στο τελευταίο λεωφορείο
κάπως βιαστική
κι όχι ακριβώς
λυπημένη
περισσότερο αμήχανη

‘θα τα πούμε’
μα ποτέ δεν τα’παμε ξανά
το ξέραμε

από τον ήχο των ανθρώπων
ολόγυρα
από το βάρος του ουρανού
πόσο παράξενο!
από την έλλειψη οξυγόνου

το νιώθαμε

‘να τα λέμε’
και ποτέ δεν τα’παμε ξανά

βλέπεις η σιωπή
είχε ένα κύρος και μια ιερότητα
σαν στοργική τροφός
που τρυφερά το σκέπασε
αυτό το ιλιγγιώδες χάσμα που ανοιγόταν

και δεν τολμήσαμε ποτέ
να την ταράξουμε

‘τα λέμε λοιπόν’
και κρεμόταν απ’τα χείλη μας
το Άδειο

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

 

Ο λόφος του Σίσυφου


Τι συνέβη με τα πρόσωπα;
Με τις ρυτίδες που γέμισαν τσιμέντο
Με τα βλέμματα που μοιάζουν
εκμαγεία φωτός
Με τα δάχτυλα που αξεχώριστα γίναν;

Τι έγινε με τα πρόσωπα όσων αγάπησα;

Εσύ 
αν ήσουν εδώ
θα μπορούσες να μου απαντήσεις…

Θα έπρεπε όμως πρώτα
να σου αφαιρέσω αυτό το ακάνθινο στεφάνι
απ’το χαμόγελο
κι αυτό το πικρό μαντήλι
με την αγωνία της νύχτας
απ’το μέτωπο
και θα έπρεπε ακόμα να σε κρατήσω για ώρα
να ζεσταθείς
μέσα στην αγκαλιά μου
να νιώσεις τον κόσμο φιλόξενο
και πάλι

και θα είχες κάτι να μου πεις
για εκείνα τα πρόσωπα
τα πρόσωπα
όσων αγάπησα
που έγιναν κηλίδες στον τοίχο
που έγιναν πατημασιές στην άσφαλτο
που έγιναν πέτρες
και στέκουν ασάλευτες
και σιωπηλές

στο λόφο του Σίσυφου…


Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

 

Ρίγος…

Ο δρόμος αυτός
έμοιαζε με παγωμένο σώμα
πάνω του ξεκουραζόταν
ολόκληρος ο εφηβικός μου ήλιος
τα βλέφαρα είχαν στερεωθεί
σπλαχνικά
σε μια γωνία φιλόξενη
τα χείλη ζωγράφιζαν την προσδοκία
και τα δάχτυλα έδειχναν
στο μόνο που κυοφορεί το Εν
το αλλιώς...

ρίγος…

το ρίγος των χιλίων αιώνων
που ο Άχρονος εισπνέει το σκοτάδι του
μέχρι να το εκπνεύσει πάλι
σάρκινο φως…

περπατούσα μόνος
σε μια απέραντη ολάνθιστη θάλασσα
ακόμη δεν είχες φανεί
κρυβόσουν πίσω από τις αγκύλες του νου
περίμενες
το βήμα μου να γίνει δίψα για έρωτα
το βλέμμα μου
να γίνει χορός ερωτικός
το αίμα μου
να κοχλάσει από τον πυρετό
και είχες δυο μάτια λόγχες
και με κοιτούσες…

αυτός ο δρόμος
μοιάζει με το πέπλο της Ίσιδας
αργολικνίζεται στο σούρουπο της κατάβασης
υπόσχεται την αποκάλυψη
υπόσχεται την χιλιοπόθητη ένωση
με κείνο το άγγιγμα
που απελευθερώνει
που μαχαιρώνει
που λυτρώνει…

ρίγος…

το ρίγος των μυρίων αιώνων
που ο Άνθρωπος
ο γιος του Ανθρώπου
αποποιείται το απρόσιτο
και σαρκώνεται
φιλόδοξα
και λάγνα
στο δέμας του φθαρτού
στο σπέρμα του θνητού
ενηλικιώνεται…

ήρθες
μου κράτησες το χέρι σφιχτά
χαμογελούσες
δεν είπες τίποτα
δεν σπατάλησες σε λέξεις
τούτο που βιώνεται
μονάχα στη σιωπή του Ιερού

και στο αρχαίο

ρίγος…



Out of Darkness

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

 

 


 Κράκεν
(Παράξενα αρχιπελάγη)

Έρχομαι εδώ
Από μακρινές
Παράξενες θάλασσες
Είδα τόσα πολλά
Που δεν ορίζονται ακόμη
Κι από το πιο φιλόδοξο στερέωμα
Ανθρώπους ‘διαφορετικούς’
Ανθρώπους άδειους
Ανθρώπους μαγικούς
Λαούς και τόπους
Συναρπαστικούς
Αν ξεκινούσα να ιστορώ
τέλος η διήγηση δε θα’χε…

Έρχομαι ξανά
Από τις βόρειες θάλασσες
Που στα άπειρά τους βάθη
Λένε
Ζουν τα θηριώδη Κράκεν
Και στο άκουσμά τους μόνο
Τρομοκρατούνται ως και οι απόγονοι
Των Βίκινγκς
Στα φοβερά πλοκάμια τους
Τσακίστηκαν πλοία περήφανα
Στις σκοτεινές σπηλιές τους
Αναπαύονται αμέτρητοι σκελετοί
Γενναίων ναυτικών…

Έρχομαι πάλι
Από τα παράξενα, ωκεάνια αρχιπελάγη
Είδα τόσα και βίωσα
Που δεν χαρτογραφούνται από Κολόμβους εκατό
και χίλιους Μαγγελάνους
Ανθρώπους όμορφους
Ανθρώπους γελαστούς
Κι είδα ακόμη
Παιδιά με βλέμμα μελαγχολικό
Γέροντες αγριεμένους από τη μοναξιά
Γυναίκες που ρήμαξε η σιωπή
Ανθρώπους είδα ‘διαφορετικούς’
Και τόσο ίδιους…

Έρχομαι πίσω
Από τις παγωμένες θάλασσες των Κράκεν
Και έχω μαζί μου ένα πλούτος
Από χρώματα
Από γέλια
Από κλάματα
Από σπαραγμό
Από αηδία…

Έρχομαι πίσω
Από τις μυθικές ακρογιαλιές
Των Υπερβορείων
Ρούφηξε η ματιά μου
Τοπία πανέμορφα
Βουνά ομιχλώδη
Και λίμνες μαγικές
Κι ακόμα είδα
Κλειστά παράθυρα
Κλειστές ψυχές
Το φόβο για το θάνατο
Το φόβο για το Άπειρο
Την τρομερή παγκόσμια δίψα
Των ανθρώπων
Για ένα άγγιγμα
Για ένα φιλί
Την σκιά στο βλέμμα του πατέρα
Που θάβει το παιδί του
Τη σιωπή, το άχρονο
Στο πρωινό ξύπνημα του ήλιου
Πάνω από το καθημερινό άδικο…

Γύρισα πίσω
Από την Θούλη των Αποκρυφιστών
Κι έχω μαζί μου ένα θησαυρό ατίμητο
Δυο λέξεις πάνω σ’ένα κίτρινο χαρτί
Καλό ταξίδι
Ένα αγχωμένο σ’αγαπώ
Πάνω στα χείλη μου
Κληρονομιά του αρχαίου ρίγους
Στα μυθικά αρχιπελάγη των μοναχικών ψυχών
Όσων ακόμη επιμένουν
Να χαράσσουν θύελλες με το στεναγμό τους
Ανέμους να πλέκουν με τον σάρκινο αργαλειό
Της νιότης που εξαγόρασαν
Για ένα χωράφι ήλιο
Της φρίκης του μοναδιαίου ανύσματος
Που πάντα δείχνει το ίδιο τέλος
Για όσους
Έχουν το βλέμμα να αντέχει ακόμα
 
Και τη ψυχή
Να το στερεώνει 
Με την υπέροχη ψευδαίσθηση της ζωής…

 

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025


Απρόσαπτη πόλη


Ωραία η πόλη
η απρόσαπτη πόλη
έχει βγάλει πλοκάμια
και πνίγει τους ανθρώπους
τους ζεσταίνει πρώτα
μέσα στο πύο της νύχτας
κι έπειτα
με άφατη στοργή 
τους μαραζώνει 
και τους πνίγει...

Χαμογελάει η ανείδεη πόλη
χωρίζει τους εκλεκτούς
απ'τους γονείς τους
θρέφει τις νεκροκόμες θυγατέρες
με όνειρα 
κλείνει στο ρυπαρό της πέπλο
όσα δεν αρμόζουν στο λυγμό της

Αργοπεθαίνουν όλοι
ευτυχισμένοι

δηλητηριασμένοι
όχι από θάνατο
αλλά από ζωή

από την πρώτη ώρα
που το λαιμητόμο τραύμα
τους σημαδεύει στο υπογάστριο
από την πρώτη στιγμή
που το ακόντιο του Δολιοφθορέα
τους διαπερνά κατάστηθα

από την πρώτα ανάσα
στο τοξικό της αίμα

αργοπεθαίνουν

μολυσμένοι όχι από θάνατο


αλλά από ζωή...