Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

 

Οπλισμένος
 

…και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη
αγνοώντας το βλέμμα της Γοργόνας
στα δεξιά της ψυχής του
αγνοώντας το νεύμα της Κίρκης
αριστερά της ζωής του

κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη

οπλισμένος

και ξαφνικά
πίσω από το είδωλό του
εμφανίστηκε
εκείνος
που κάποτε στο αίνιγμα της Σφίγγας
είχε απαντήσει
ο άνθρωπος

ο άνθρωπος

και κατέβασε το όπλο

και ο καθρέφτης θρυμματίστηκε…
 

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024


 


Κορδόνι

Το μαύρο κορδόνι
Έγινε λευκό σχοινί
Τυλίχτηκε γύρω απ’το λαιμό
Και στον επιθανάτιο ρόγχο
Είδα τον κόσμο
Όπως αληθινά είναι

Είδα χέρια αποσαρκωμένα
Αιδοία και πέη ματωμένα
Είδα υγιείς λερωμένους με ζωή
Και αρρώστους πρησμένους
Απ’το σφρίγος του θανάτου
Είδα παιδιά σκελετωμένα
Και υπέρβαρους φιλάνθρωπους
Να στάζουν λίπος και δάνειο οίκτο
Είδα ανθρώπους λουσμένους στο φως του έρωτα
Και είδα πως τούτο το φως
Ήταν γεμάτο φλύκταινες και πύο

Το μαύρο περιλαίμιο
Έγινε άσπρη λαιμαριά
Με τύλιξε ακόμη πιο σφιχτά
Καθώς ακόμη όλα δεν τα είδα

Γέροντες είδα που εκπόρνευαν τη σοφία τους
Και νέους που εκπόρνευαν το σώμα τους
Είδα χαμαιλέοντες με μορφή ανθρώπου
Και αγνούς σακάτηδες που σέρνονταν κοντά μου
Κοπέλες δρόσινες
Να ξεπουλιούνται για μια κίβδηλη ζωή
Και αγόρια που λάτρεψε ο ήλιος
Να σκάβουν το σκοτάδι
Με τα ωραία τους δάχτυλα

Μάτια βγαλμένα
είδα
Από τυφλούς
Που σιχάθηκαν να βλέπουν
Και σαν τον Ωριγένη
Ευνούχους που λάτρεψαν
Την αναπηρία τους

Πονούσα
Σχιζόταν η καρδιά μου
Και η μαύρη ζώνη
Έγινε λευκή φωτιά
Και λίγο πριν με αναλώσει ηδονικά
Είδα κι εμένα
Να περιφέρομαι
Σα να μην συμβαίνει τίποτα
Ανάμεσά τους…





Inverted World
 

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024



λυγρόν ήμαρ


όλο το φως
και η έγνοια
φλεβικός ατμός

θα ξημερώσει
άλλος ενιαυτός
δόκιμος, σκληραγωγός
άνεμος που πνέει
μεσόψυχα
τυραννισμένος
μελλόνυμφος νεκρός

θα ξημερώσει
ένας άλλος εαυτός
έπαυσε ο Άρης
στάζει απ’τα όπλα του
ο Φόβος
σαρκώνεται απ’το βλέμμα του
ο Δείμος

λυγμός βροτός…

και η μέρα
πέφτει επάνω μου
γίνεται σάβανο
και μανδύας φαιός
γίνεται βράχος
γίνεται άχος
γίνεται αχός

και στη μισή καρδιά
που μού απόμεινε
έρκος βλασταίνει
και πυργώνεται ο νόμος

ζωντανός
αιώνιος
ανίκητος

δίκαιος


σιωπηλός…


Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

 


Απρόσαπτη πόλη


Ωραία η πόλη
η απρόσαπτη πόλη
έχει βγάλει πλοκάμια
και πνίγει τους ανθρώπους
τους ζεσταίνει πρώτα
μέσα στο πύο της νύχτας
κι έπειτα
με άφατη στοργή
τους μαραζώνει
και τους πνίγει...

Χαμογελάει η ανείδεη πόλη
χωρίζει τους εκλεκτούς
απ'τους γονείς τους
θρέφει τις νεκροκόμες θυγατέρες
με όνειρα
κλείνει στο ρυπαρό της πέπλο
όσα δεν αρμόζουν στο λυγμό της

Αργοπεθαίνουν όλοι
ευτυχισμένοι

δηλητηριασμένοι
όχι από θάνατο
αλλά από ζωή

από την πρώτη ώρα
που το λαιμητόμο τραύμα
τους σημαδεύει στο υπογάστριο
από την πρώτη στιγμή
που το ακόντιο του Δολιοφθορέα
τους διαπερνά κατάστηθα

από την πρώτα ανάσα
στο τοξικό της αίμα

αργοπεθαίνουν

μολυσμένοι όχι από θάνατο

αλλά από ζωή...

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024


 

Το Άλλο Εκείνο



Αν τα γυμνά ανθρώπινα κορμιά
υψώθηκαν και κρέμονται
στο σκοτεινό όργιο του σύμπαντος
κι αν φλέγονται
και ψύχονται μαζί

απ'το "ενεργεία" στο "δυνάμει"

κάτω απ'τα βλέμματα ανήλικων θεών
 
είναι που ακόμη ο αιώνιος οδοιπόρος
πραγματώνει αέναα
την Οδύσσειά του
και απ'την αγκαλιά της Κίρκης
κι απ'τους μηρούς της Καλυψούς
ορμάει στο φως
του έσχατου θανάτου
κι απλώνει στην επιστροφή
που τόσο πόθησε
μια επίκληση
στο μαύρο δίχτυ της Ανάγκης
για ν'αφανιστεί
όχι ως βασιλιάς
αλλά ως ζητιάνος

Κι η επίκλησή του
θα έχει λέξεις από αίμα
σύμφωνα από πέτρα
φωνήεντα από φως
και στο ουράνιο βλέμμα του
το Άλλο Εκείνο
 
που τον στερέωσε στο Είναι...


Και με ορθάνοιχτα τα μάτια
δικαιούσαι να ονειρεύεσαι

Και με κλεισμένους πνεύμονες
δικαιούσαι ν'ανασαίνεις


Ένα χωρίς Αυτό

χωρίς το Κάτοπτρο
χωρίς το Χάσμα


Εν εσαεί...
 

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024

 


Όλοι…



…Κι όλοι αυτοί
Οι πολύχρωμοι κόσμοι
Έγιναν για μένα!
Ένας φούρνος που μοσχοβολάει
Ζεστό, φρέσκο ψωμί αγιότητας
Ένα στενόμακρο μαγερειό
Που αχνίζει φίλαυτες γεύσεις
Απόστασης…

Κι όλοι αυτοί οι γενναιόδωροι άνθρωποι
Γεννήθηκαν για μένα!
Να χτυπάς στην καρδιά τους
Και να πονούν στις αναμνήσεις τους
Να ποδοπατάς τα όνειρά τους
Και να χαμογελά η αφροντισιά τους

Δεν ψηλαφείς άραγε πάντα
Στο βλέμμα των παιδιών
Τον χαμένο εαυτό σου;

Κι όλοι αυτοί οι κόσμοι
Αναπνέουν για μένα!
Να στερεώνεις τον ήλιο το πρωί
Και ώσπου να γυρίσεις τη πλάτη
Να’χει ξανά νυχτώσει
Να σμιλεύεις τον έρωτα στα στήθια της
Και ώσπου να πεις το πρώτο ‘σ’αγαπώ’
να οργώνεις απουσίες
Και ουδέτερες ματαιώσεις

Δεν κλέβεις άραγε
Στο χαμόγελο της
Όταν σου εμπιστεύεται το είναι της
Την ακέραια ηδονή
Της απόρριψης;

Κι όλοι αυτοί οι πρώτοι
Οι έσχατοι
Οι εαυτοί μας
Σαν δροσερές καλημέρες
ατμίστηκαν
Απόκαμαν κι αυτοί

Και αργοσβήνουν στα χέρια μας
Μαζί με την αυτού μεγαλειότητα
Τον ίδιο το χαμό μας…



Where Does The Time Go?
 
 

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

 



Ο Κάρλος φορούσε τα μάτια του αετού…

η μέρα ερχόταν καταπάνω μου, είπε, η μέρα πετούσε, είχε βγάλει τα φτερά της Άρπυιας και άπλωνε πάνω μας τα καινούργια της φτερά… η μέρα είχε γίνει πια ένας ουρανόφις… ένας άγνωστος ήλιος την έκαιγε, ένας μοχθηρός χρόνος την έκλεβε… κι όμως, ερχόταν σαν πεινασμένη λύκαινα πάνω μας… να μας κατασπαράξει, να μας αλώσει…

Δεν ήσουν ανυπεράσπιστος από τη γέννησή σου κιόλας;

δεν στεκόταν, δεν στεκόταν καμιά νύχτα στο παράθυρό μου, είπε, δεν σταματούσε εκείνη η ρυπαρή βροχή, όλα μου τα πρωινά σπατάλησα να καθαρίζω τη βροχή από το σπίτι μου και τις νύχτες, τις νύχτες φίλε μου εκείνη ξεκινούσε πάλι… τι απίστευτο σκουπιδαριό γέμισε τις πόρτες μας, τι μολυσμένα ταξίδια πότισε τα όνειρά μας…

Ο Κάρλος φορούσε τώρα τη μπέρτα του θεού-γύπα… κι έσταζε λάσπη στο πάτωμα…

δεν στεκόταν σου λέω, καμιά ολοκάθαρη νύχτα δεν καταδέχτηκε το παράθυρό μου… αρπαγμένη από τα παλιόξυλα, τα σαπισμένα ξύλα της βροχής έβρισκα τη μέρα, κάθε αυγή… είπε, κάθε αυγή άρχιζα τη δουλειά, κάθε βράδυ περίμενα τη ρομφαία της βροχής να με σκοτώσει πάλι…

Ο Κάρλος γυμνός, διάβαζε τα σημάδια στο σώμα του…

πενήντα εκατομμύρια χρόνια σ’αυτό το σώμα αδελφέ μου, αρχαίες λίμνες στέρεψαν, ποταμοί θρασείς και ατίθασοι αιμάτωσαν τα βουνά, πλάσματα παράξενα γέμισαν τις φωλιές της Γης, ήλιοι γεννήθηκαν και πέθαναν… κι αυτό το σώμα, ανασαίνει ακόμα σαν το στόμα της εκδίκησης που δεν κλείνει αν δεν πλημμυρίσει με ιχώρ φωτιάς… στον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί, σ’εκείνον το υπόσχομαι τούτο το σώμα, σαν μανδύα λέπρας… είπε… και αν περάσει ο τελευταίος χειμώνας πάνω απ΄την τελευταία άνοιξη των ανθρώπων, σε κείνον που θα γεννηθεί, σε κείνον υπόσχομαι τούτο το σώμα…

Ο Κάρλος προστάτευε σαν στοργική μητέρα τον μικροσκοπικό ήλιο στη χούφτα του…

έκλεψα τούτο τον ήλιο απ’τα όνειρά μου αδελφέ μου…

Μόνον οι δειλοί, μόνον οι δειλοί Κάρλος αρνούνται το θάνατο του ήλιου… γιατί; Γιατί προσπέρασες τις αφετηρίες σου; Γιατί;

φοβόμουν ότι θα οχυρωθώ για πάντα πίσω από τις ουτοπίες μου… αδελφέ μου, είμαι ένας γέροντας Σαμάνος, ορθώνω το ανάστημά μου στο στερέωμα και δεν πληγώνομαι… ανοίγω τις φτερούγες μου πάνω απ’τους γκρεμούς και ξέρω πως Εκείνο που δεν μιλάει, με βλέπει, Εκείνο που δεν θυμάται την αρχή Του, με θωρεί, με αναστατώνει… με οργώνει… μάθε απ΄την αρχή τις λέξεις, μάθε τις σου λέω γιατί τούτες που έχεις τελειώνουν και θα ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν θα έχεις γλώσσα να περιγράψεις τον κόσμο…

Μηχανεύεσαι πάλι μια καινούργια απόδραση, γαλάζιε πολεμιστή;

Ο Κάρλος είχε κουρνιάσει στην αθέατη γωνιά του δωματίου και έψελνε…

...είναι ακατάληπτη τούτη η γλώσσα… δεν την ξέρεις, κανείς δεν την ξέρει αδελφέ μου… Σου λέω, πρέπει να ιδρύσεις μια καινούργια γλώσσα, πάρε τον εαυτό σου και γύρνα τον τα μέσα έξω… άσε τα εντόσθια της ήττας να πέσουν στο πάτωμα, άσε τα αχνιστά, βρώμικα σπλάχνα σου να χυθούν στο πάτωμα! Δεν τα χρειάζεσαι πια…

Με σκοτώνεις!

εκείνα σε σκοτώνουν… και δεν έχεις πια γλώσσα για το θάνατο…

Ο Κάρλος ετοιμαζόταν να πετάξει…

να, κράτησε τον μικρό μου ήλιο… άνοιξε τη χούφτα σου αδελφέ μου και πάρε τον… κλείστον καλά… είναι ένα ευαίσθητο, μικρό, νεογέννητο άστρο… μην τον υποσχεθείς στον εαυτό σου, μονάχα να τον φροντίζεις όσες αιωνιότητες θα λείψω…

Φεύγεις; Πάλι;

αν δεν φύγω τώρα, δεν θα μπορέσω να δω τον εαυτό μου ποτέ ξανά… κάθε λεπτό κοντά σου η φθορά μου επιταχύνεται… όλα τρέχουν γρήγορα σε τούτο τον κόσμο, ως και η φθορά… κράτησε τον ήλιο… μην τον σπαταλάς… να τον φροντίζεις… είμαι εγώ!

Ο Κάρλος άνοιξε τα σάρκινα, υπέροχα φτερά του, μου έριξε μια παράξενη ματιά σαν να ερχόταν από τα έγκατα του αρχαίου του είναι.

και απλά πέταξε στο αύριο…

κάτι σπαρταρούσε στη χούφτα μου…

ο μικρός ήλιος είχε γίνει ένας νιογέννητος, λευκός αετός
και με κοιτούσε με δυο ήλιους – μάτια…