Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

 


Καταφύγιο



Πως με βρήκες;

ανάμεσα σε τόσα χέρια
κάτω από τόσα σώματα
πίσω απ’όλες αυτές
τις ασπρόμαυρες ημέρες…

κι όμως
με βρήκες…

και χωρίς να’χεις συντροφιά
ούτε τη σιωπή μου…

κι όμως
με βρήκες…


Ιανουάριος παγωμένος, Φλεβάρης προδομένος, Μάρτης σιωπηλός…

Κατεβαίνω στο καταφύγιο των ψυχών… Ο Aγέννητος μετράει τους μήνες… τραγουδάει… δεν θυμάται πια τίποτε, τίποτε άλλο, όμως μετράει…

Μπήκα στο υπόγειο του Ανθρώπου… Ο πρώτος μου εαυτός στη γωνιά είναι και κλαίει, ο δεύτερος δίπλα στο μικρό ψυγείο και με κοιτάει, ο έσχατος κοντά στον πατέρα, αναρωτιέται πόσο ακόμη θα ψηλώσει…


…Απρίλης αστερέωτος, Μάιος γελαστός, Ιούνης καυτός…

Είμαι στο λαβύρινθο του κόσμου… ο Αχώρητος δάνεισε τα χέρια του στην Ειμαρμένη, η Ειμαρμένη έχει πια τα χέρια του… ο Αχώρητος δεν μπορεί να κρατήσει πια τα πρωινά του, δεν έχει δάχτυλα να αγγίξει τη Νύχτα, κανείς δεν είχε ένα δάκρυ για τα χαμένα χέρια του…

Είμαι στο κάτεργο του φόβου… ο πρώτος μου αριθμός είναι το μηδέν, ο δεύτερος το ένα, ο τρίτος μου αριθμός είναι το άθροισμα όλων των ηλικιών μου… και έχω όλη την υπόλοιπη στιγμή μου για να τις μετρήσω…


…Ιούλιος ερωτικός, Αύγουστος ολόφωτος, Σεπτέμβρης μαγικός…

Ο Αγέννητος μετράει… με έχει πιάσει από το χέρι και με καλεί κοντά του να μετρήσουμε μαζί… Η ανάγκη με έκανε να τον κοιτάξω ολόισια στα μάτια, η ανάγκη με έσπρωξε να διορθώσω το κόμπο στη ρυπαρή γραβάτα του… πνίγεται χωρίς φως ο Αγέννητος κι όμως, τραγουδάει πάντοτε, κι όμως μετράει…

Είμαι στο εργαστήρι του έφηβου θεού… Κίτρινες, άσπρες, μενεξεδιές κορδέλες παντού ολόγυρα, κανείς να τις κρεμάσει στα παράθυρα, παράθυρα δεν έχει αυτός ο κόσμος, έχει ανοίγματα όμως, κάτω από τα ανοίγματα υποδέχομαι έναν ρόγχο που μοιάζει με την ατμομηχανή που μου είχε δωρίσει κάποτε ο πατέρας, κάπου εδώ γύρω κι αυτή θα ανασαίνει το δικό της πένθος, κάπου εδώ γύρω…


…Οκτώβρης πρόστυχος, Νοέμβρης χολερικός, Δεκέμβρης νεκρός…

Η Εντροπία δεν μιλάει καλά τα ανθρώπινα. Έχει να πει πολλά και θέλει να μιλήσει. Αιώνες τώρα η ανάσα δεν βγαίνει από τα στήθια της και συλλαβίζει όμορφα αλλά δειλά. Το ξέρει πως θα μιλήσει όταν οι πόλεμοι τελειώσουν, όταν οι άνθρωποι φιλιώσουν, όταν γεννηθούν παιδιά χωρίς καρκίνους. Αλλά δεν ξέρει πώς να διεκδικήσει τούτη τη κληρονομιά. Η Εντροπία στέκει στον τοίχο, όρθια, ακάματη, προσεύχεται βουβά…

Είμαι στον αργαλειό του πόνου… Έχει η μητέρα ένα πρησμένο πόδι κι ένα χέρι γερασμένο αλλά χαμογελάει ακόμα. Ορφάνεψε πριν από μένα, θα πεθάνει ένα βράδυ του Οκτώβρη πιο μόνη από το βλέμμα, πιο σιωπηλή από το δάκρυ αλλά δεν θα φοβηθεί να περπατήσει ως εκεί. Εκεί είμαι, εκεί γεννήθηκα, εκεί την περιμένω… μητέρα θα έρθεις, θα σε στηρίξω, θα σου δώσω ένα μικρό μαντήλι, ένα φιλί στο κρύο σου μέτωπο, ένα μου ποίημα αλλά δεν θα σε συνοδεύσω παρακάτω… δεν είμαι άξιος να σε πέμψω εγώ… δεν έχω τα σπλάχνα της αποστολής αυτής, συγχώρεσέ με…

…Δευτέρα κόκκινη, Τρίτη χλωμή, Τετάρτη φαιά, Πέμπτη γαλάζια, Παρασκευή σταχτιά, Σάββατο μελανό, Κυριακή κατάλευκη…

Είμαι στο γνόφο του Άμορφου…
μετράω κι εγώ
μαζί με τον εαυτό μου
ανέχομαι τον οπλισμένο πόνο μου
και ψιθυρίζω ίσα να με ακούει ο χρόνος
δεν έχω άλλα μάτια
να με ξεγελάω περισσότερο
να με προσδοκώ
να με υπόσχομαι
αλλά θα είμαι γιορτινός στην έξοδό μου
ακέραιος
φωτεινός
και θα ζυγίζω το κάθε βήμα μου
μονάχα στη ζυγαριά
της βιωμένης Αλήθειας…

Κι έτσι
θα ε ί μ α ι …

…πως με βρήκες;

ανάμεσα σε τόσους εαυτούς
πίσω από όλους τους ανθρώπους
κάτω από τα σεντόνια του θανάτου…

κι όμως

με βρήκες…

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025



Απελάτες


Εδώ
στα ειναικά μου σύνορα
τους περιμένω

ακρίτης
στο φυλάκιό μου
όσο θυμάμαι τον εαυτό μου
το αρχαίο νεύμα προστατεύω
το φιλί της θάλασσας με το στερέωμα
ονειρεύομαι
της Μάνας τον μυστικό Γάμο με το Αιώνιο
στοχάζομαι
τραγουδώ
παλεύω να κατανοήσω

από τα σπλάχνα μου θα βγει το τέρας
μια μέρα να ορθώσει ανάστημα μπροστά τους
εκείνοι θα το τοξεύουν από μακριά
κι εκείνο θα ουρλιάζει κάτω απ’τη λάβα του εσπερινού
και θα νικιέται πάντα
και πάντα θα σηκώνεται

εδώ
στο ακροτελεύτιο σύνορο
της ιαχής μου
τους περιμένω

με την προβιά του πρώτου ανθρώπου
σκεπάζομαι τα βράδια
με την ανάσα των νεκρών συντρόφων
με παρηγορώ τα πρωινά

μόνος δεν είμαι
και ολόκληρος μαθαίνω
ένα προς ένα
όλα τα ονόματα του ήλιου
που με στεφανώνει…




Kaven Hosseini

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025


Α ν θ ρ ω π ο μ έ τ ρ η ς


Σάρκινα λουλούδια
φυτρώνουν σε μια άρρωστη γη
πάνω τους κόκκινες δροσοσταλίδες
ο χρόνος
δηλητηριάζει τα φύλλα
και τους μίσχους
ποτίζει με ιχώρ που αχνίζει

Σε είδα ξέρεις
στ’ όνειρό μου
γινόσουν χώμα
γινόσουν δέντρα
γινόσουν σύννεφα
γινόσουν αίμα…

Ο ανθρωπομέτρης
άπλωσε ένα λευκό μανδύα
πάνω στο πρόσωπό μας
το φως τρυπώνει μέσα από τη σκέψη
η αθανασία τρυπώνει από τη προσευχή
η αγάπη απόλυτη τιμή
και δεν αντέχει
ν’αργοπεθαίνει στο περίπου…

Σε είδα πάλι
ν’αγκαλιάζεις τον ήλιο
μονάχα με το χαμόγελό σου
καιγόσουν
γλώσσες φωτιάς
εξέχεαν τα σωθικά σου
και δεν ζητούσες να εξαγοράσεις
το πυρετό με τη δροσιά
αλλά το αύριο
με το τώρα
χωρίς να ξέρεις
πως ζούσες ξανά και ξανά
όλο το παρελθόν σου
σε μια εξάχνωση του απείρου
μόνο…

Ο ανθρωπομέτρης
άνοιξε ένα από τ’αναρίθμητα κελιά του
έβγαλε έναν ανήλικο ήλιο
στον λευκό σου κόρφο τον απίθωσε
άγγιξε τα πλευρά σου
τα φτερά σου άνοιξαν
σε άγγιξε στο πρόσωπο
και η λάμψη από την ομορφιά σου
απλώθηκε σε χίλια στερεώματα
άγγιξε το μυαλό σου
για να μπορέσεις να τον δεις

κι ύστερα

χαμογελώντας σαν μικρό παιδί
με μια του κίνηση
χώρισε το σώμα απ’το κεφάλι
και το ζεστό σου αίμα
που πλημμύρισε την μαύρη θάλασσα
του απείρου

έγινε γεννήσεις
έγινε θάνατοι
έγινε ρίγος
έγινε χώρος
έγινε άνθρωποι



ξανά…

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025


Advocatus Sancti Sepulchri


Γιατί ήρθες ως εδώ
ταπεινέ ιππότη της Λωραίννης
χωρικέ της Προβηγκίας
ανώνυμε άνθρωπε της Εσπερίας;
συντρίμμια είναι τα ιδανικά σου
πριν καν ξεκινήσεις από τη μακρινή σου εστία
στα σάπια δόντια σου
κρατούσες έναν εφιάλτη
απ'τα οράματά σου
δεν ερμήνευσες σωστά κανένα
η καρδιά σου είχε ένα παλμό αλλόκοτο
η ματιά σου έχει ερωτευτεί την αρπαγή
την απληστία


στο δρόμο προς την Αγία Πόλη
δήωσες
βίασες
έκλεψες
σταύρωσες το Χριστό ξανά
άπειρες φορές
κάρφωσες το σώμα Του
έφτυσες στο τάφο Του
και ήρθες απόψε να τον λευτερώσεις…



ιερέ πολεμιστή
με το κόκκινο σταυρό στο στήθος
είσαι ακόμη ρυπαρός
χαμερπής και ανόητος
χάραξες το σύμβολο της ζωής
και έγινες κιόλας ο ίδιος
θάνατος και καταστροφή


γύρισε πίσω!
άδραξε την ευκαιρία που σου δίνω
γύρισε στη πατρίδα σου
εκεί να ανακαλύψεις το βασίλειο
της καρδιάς σου
γίνε της ζωής σου σταυροφόρος
γίνε των παιδιών σου ήρωας
με την απαντοχή σου
με το άδολο χαμόγελό σου
με το ζεστό σου χάδι
και μέρεψε επιτέλους
για μια αιωνιότητα
την καταιγίδα της ψυχής σου…



θωρακοφόρε μαχητή του Χριστού
σε απεχθάνομαι!
ήρθες να ιδρύσεις ένα μυθικό Βασίλειο
ήρθες να στοιχειώσεις τα βήματα Εκείνου
στο βρώμικό σου χνώτο
το αίμα όσων έσφαξες
στη Νίκαια
στο Δορύλαιο
στην Αντιόχεια
πηχτό το άλικο ιερό ποτάμι
ακόμα ζέχνει
πίσω από τούτη τη γυαλισμένη πανοπλία
χτυπάει του σταυρωτή η καρδιά
κι όμως
ακόμη δεν τελειώσαν όλα
γίνε ξανά παιδί!
και τότε έλα πάλι
να σε υποδεχθώ όπως σου πρέπει
γίνε ξανά παιδί
πέτα τις πανοπλίες
χαμογέλασε στον άνεμο
στη θάλασσα
στο χώμα
κι έλα ξανά
να σου ανοίξω την Πύλη για το μοναδικό Βασίλειο
του αληθινού εαυτού σου!



τολμητία πολεμιστή
με το μικρό σου ανάστημα
και τα μεγάλα όνειρα
τους κόκκινους μανδύες
τους πορφυρούς χιτώνες
σε αποδιώχνω!
τα χέρια σου στάζουν θάνατο
τα μάτια σου στάζουν λάγνα φρίκη
και σηώδεις σκέψεις
κλωθογυρίζουν στο κεφάλι σου
γύρισε πίσω!
ψάξε ξανά
βαθιά
αν θέλεις τείχη να γκρεμίσεις
γκρέμισε τα δικά σου
κι αν δεν σου κάνει ο ουρανός που άφησες
στη Νορμανδία
στη Βουλώνη
στις ακτές της Ιταλίας
φτιάξε λοιπόν ένα καινούργιο
κι αν δεν ξεδίψασες
απ’το νερό που έπινες
άντλησε απ’τα φρέατα της ψυχής σου
όση αθανασία σου απέμεινε
που να μην σε σκοτώνει!



ξανθομάλλη πορθητή του Ωραίου
φυλακισμένε ελεύθερε
γοργά βαδίζει η νύχτα σε τούτη τη γη
πρέπει να φύγω
πάνω απ΄τα θεόκτιστα τείχη
που ονειρεύεσαι να πάρεις
ξημερώνει ένας ήλιος άρρωστος
ξημερώνουν ατσάλινες ώρες
και μέρες οργής
οιμωγές αθώων
νεκρών αποφορές
ράκη ιδεών
αποστάγματα φωτιάς
του Εσταυρωμένου ο βηματισμός
του Ανθρώπου ο ρόγχος


κι έχω για αιώνες
τόσα βλέμματα να ορθώσω
κι έχω για νύχτες αναρίθμητες
τόση ελπίδα να στερεώσω…

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

 



Ο πατέρας δεν ήξερε
να φυλάγεται απ’τις κακοτοπιές
ήρθαν μέρες ιδρωμένες 
και τον άρπαξαν απ’το λαιμό

ήρθαν οι λεηλάτες του ονείρου
και του έσπασαν τις φλέβες

λοιπόν ο άντρας αυτός
αγνοούσε τις ειδοποιήσεις
τα λεκιασμένα πουκάμισα
τις ψεύτικες ασφάλειες
και περπατούσε
 
όρθιος

και όταν κρύωσε ο χρόνος
και ένιωσε την αύρα του θανάτου
στους καρπούς του

φίλησε τη γυναίκα του στο στόμα
χωρίς να της χαμογελάσει
ήπιε έναν ελληνικό καφέ
 
σκέτο

και αποχώρησε…



The Veil Redux

Σάββατο 19 Ιουλίου 2025

  

Ένας παρατημένος κόσμος

μεθοκοπάει στη γύμνια του

μπροστά από οθόνες που χαμογελούν

σαρκαστικά

σαν μονομάχοι σε αρένες

που δεν έχουν πια αντιπάλους

και στα μεγάλα βάθη του είναι

άηχος πόλεμος

σιωπή και θάνατος

 

ακόμα δεν βιώθηκε

όλη η απουσία

κι όλο το σάπιο

δεν χωνεύτηκε

όλο το σκότος

δεν μεταβολίστηκε σε χρόνο

όχι ακόμα…

 

Ένας παραιτημένος κόσμος

γλεντοκοπάει τη φτήνια του

σε ανταμώματα του σπέρματος

και κάποτε

του χυδαίου πνεύματος

και στα έγκατα

η λαχτάρα για το αείποτε

κάθε πηγή νοήματος υψηλού

και το Ωραίο

φωλιάζουν ανυπεράσπιστα 

αβοήθητα

και αχνίζουν το αιώνιο

 

Ένας ηττημένος κόσμος

 

και η αυγή

του νέου ανθρώπου

αργεί ακόμα…